λιανοπουλώ

λιανοπουλώ
-άω
βλ. λειανοπουλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιανοπουλώ — λιανοπούλησα, πουλώ λιανικά, σε μικρές ποσότητες: Η γιαγιά μου λιανοπουλούσε τα λαχανικά από τον κήπο της στους συχωριανούς της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”